προσπορεύομαι

προσπορεύομαι
και δωρ. τ. ποτιπορεύομαι Α
1. πορεύομαι προς κάποιον, πλησιάζω κάποιον, σιμώνω
2. προσπαθώ να πετύχω κάτι, επιδιώκω κάτι, συνήθως αξίωμα («προσπορευομένου πρὸς τὴν ἀγορανομίαν», Πολ.)
3. επιδιώκω τη σύναψη δανείου
4. επιζητώ τη μίσθωση, την ενοικίαση πλοίου
5. (για ορισμένη μέρα) επίκειμαι, πλησιάζω
6. προσκολλώμαι σε κάποιον ως οπαδός, αφοσιώνομαι σε κάποιον
7. (για προσόδους) συγκεντρώνομαι ή αποθηκεύομαι
8. φρ. α) «προσπορεύεσθαι πρὸς τὰς προσοδικὰς κρίσεις»
(για συνηγόρους) το να αναλαμβάνει κανείς υποθέσεις σχετικές με εισοδήματα
β) «προσπορεύεσθαι τῶν μὴ καθηκόντων» — το να επεμβαίνει κανείς σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσπορεύεσθε — προσπορεύομαι go to pres imperat mp 2nd pl προσπορεύομαι go to pres ind mp 2nd pl προσπορεύομαι go to imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπορευομένων — προσπορεύομαι go to pres part mp fem gen pl προσπορεύομαι go to pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπορευόμενον — προσπορεύομαι go to pres part mp masc acc sg προσπορεύομαι go to pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπορεύσεται — προσπορεύομαι go to aor subj mp 3rd sg (epic) προσπορεύομαι go to fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπορεύῃ — προσπορεύομαι go to pres subj mp 2nd sg προσπορεύομαι go to pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπορευθῆναι — προσπορεύομαι go to aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπορευθέντων — προσπορεύομαι go to aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπορευομένης — προσπορεύομαι go to pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπορευομένοις — προσπορεύομαι go to pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπορευομένου — προσπορεύομαι go to pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”