- προσπορεύομαι
- και δωρ. τ. ποτιπορεύομαι Α1. πορεύομαι προς κάποιον, πλησιάζω κάποιον, σιμώνω2. προσπαθώ να πετύχω κάτι, επιδιώκω κάτι, συνήθως αξίωμα («προσπορευομένου πρὸς τὴν ἀγορανομίαν», Πολ.)3. επιδιώκω τη σύναψη δανείου4. επιζητώ τη μίσθωση, την ενοικίαση πλοίου5. (για ορισμένη μέρα) επίκειμαι, πλησιάζω6. προσκολλώμαι σε κάποιον ως οπαδός, αφοσιώνομαι σε κάποιον7. (για προσόδους) συγκεντρώνομαι ή αποθηκεύομαι8. φρ. α) «προσπορεύεσθαι πρὸς τὰς προσοδικὰς κρίσεις»(για συνηγόρους) το να αναλαμβάνει κανείς υποθέσεις σχετικές με εισοδήματαβ) «προσπορεύεσθαι τῶν μὴ καθηκόντων» — το να επεμβαίνει κανείς σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν.
Dictionary of Greek. 2013.